Επισκοπαλική Εκκλησία

Επισκοπαλική Εκκλησία
Εκκλησία που αποσπάστηκε από την Αγγλικανική και έγινε ανεξάρτητη κατά την περίοδο της Αμερικανικής επανάστασης. Το έτος ίδρυσής της τοποθετείται στο 1789, όταν επικυρώθηκε στη Φιλαδέλφεια γενική εκκλησιαστική συνθήκη της Προτεσταντικής Εκκλησίας της Αμερικής, η συγκρότησή της όμως είχε προετοιμαστεί κατά τη διάρκεια προηγούμενης συγκέντρωσης στο ίδιο μέρος. Η επίσημη ονομασία της είναι Προτεσταντική Ε.Ε. των ΗΠΑ· το 1873 αποσπάστηκε από αυτήν η Μεταρρυθμισμένη Ε.Ε. Η Ε.Ε., τόσο κατά το περιεχόμενο της πίστης όσο και κατά τη λατρεία, δεν διαφέρει ουσιαστικά από την Αγγλικανική. Οι επισκοπαλικοί δέχονται μόνο δύο μυστήρια, το βάπτισμα και τη θεία ευχαριστία, και αναγνωρίζουν ότι η Αγία Γραφή είναι το ιερό κείμενο που πρέπει να εκλαμβάνεται ως κανόνας της ηθικής και πνευματικής ζωής και ως πηγή της σωτηρίας των ανθρώπων. Η Ε.Ε. διοικείται από έναν πρόεδρο, που εκλέγεται κάθε τρία χρόνια μεταξύ των επισκόπων που συνέρχονται στη γενική συνέλευση των επισκόπων και βοηθείται από ένα εθνικό συμβούλιο. Αντίθετα προς την Αγγλικανική Εκκλησία, στην οποία ο διορισμός του προκαθήμενού της, του επισκόπου του Καντέρμπουρι, συνδέεται με την αγγλική κυβέρνηση, η Ε.Ε. προσπάθησε να απαλλαγεί από την πολιτική εξουσία, για να έχει μεγαλύτερη ελευθερία. Πρόεδρός της μπορεί να είναι οποιοσδήποτε επίσκοπος και η ανάδειξή του εξαρτάται μόνο από τη γενική συνέλευση. Με ευρύτερη έννοια, επισκοπαλική ονομάζεται κάθε Εκκλησία που θέτει το σώμα των επισκόπων στην κορυφή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Το γνώρισμα αυτό ανήκει κυρίως στην Αγγλικανική Εκκλησία και σε εκείνες που προέρχονται από αυτή, στην Επισκοπαλική Μεθοδιστική Εκκλησία και στην Ε.Ε. της Σκοτίας ή Αγγλικανική Σκοτική Εκκλησία, η οποία περιλαμβάνει επτά επισκοπές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρεσβυτεριανισμός — Όρος που προέρχεται από το πρεσβυτέριο (συμβούλιο των πρεσβυτέρων), και χαρακτηρίζει μία ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης και εκκλησιαστικής διαμόρφωσης, που έχει την αρχή της στην Καλβινική Εκκλησία. Σε αντίθεση με την κογκρεγκασιοναλιστική και την… …   Dictionary of Greek

  • επίσκοπος — Ύψιστος βαθμός ιεροσύνης. Αρχικά, ο όρος σήμαινε επιθεωρητής, εποπτεύων, που οι Εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν στην ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης με τη σημασία του κυβερνήτη και του άρχοντα· με την έννοια του ηγέτη μιας χριστιανικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”